26.11.06

Χρόνια μου πολλά


Μόλις που προλαβαίνω να γράψω κάτι για τη χθεσινή βραδιά.
Φαγητά.
Ξύδια.
Ναρκωτικά.

Και γω να πετυχαίνω τον εαυτό μου σε μια φάση να τραγουδάω ακαπέλα μπροστα σε 8 άτομα:

"Όταν περάσεις τα μαύρα λιθάρια,
ώ πελεκάνε των ουρανών!
Σε περιμένω στης γης τα ριζώματα,
με το Χρυσόμαλλο Δέρας στο χέρι.

Θ' απλώσω στο κρεβάτι σου τα μυστικά μου,
τα λιονταράκια της Αραβίας,
τις κόμπρες της Βομβάης,
και τις νυχτερίδες των Πυραμίδων.

Εγώ σου μιλώ,
εγώ σε καλώ,
εγώ σου μιλώ,
η νυχτερινή ροή του Γαλαξία.

Θα σ'αγαπήσω πάραφορα
όπως βυθίζεται το μαχαίρι στη σάρκα,
όπως χορταίνει το νερό η λαφίνα.
Θα σ'αγαπήσω παράφορα,
για να μ'αγαπάς ουρλιάζοντας
για να μ'αγαπάς απαρηγόρητα."


Χρόνια μου πολλά ρε....

22.11.06

Ψοφόμετρο


18.11.06

Tales from Γαλιά

(Πάνω δεξιά, η γιαγιά μου διαλέγει the high way για τα χωράφια...)

Γαλιά 17/11/2006
Ώρα: 21:00

Το σπίτι.
Κάθομαι στη βεράντα του σπιτιού. Μη φανταστείτε τις κλασσικές βεράντες που βλέπουν στη θάλασσα ή τους αγρούς ή δεν ξέρω και γω που. Η δική μου βεράντα βλέπει στο δρόμο. Δεν έχει ούτε πολυθρόνες να ξεκουράζονται οι επισκέπτες, ούτε τραπέζι για να ακουμπάει το γλυκό του κουταλιού και οι πορτοκαλάδες. Το μόνο που έχει είναι ένα λάστιχο, 2-3 τσουβάλια με ελειές που έχει μαζέψει η γιαγιά μου απο τα χωράφια, και μια σκάλα. Α, και εμένα έχει, που κάθομαι στο πεζούλι, με ένα τσιγάρο στο χέρι, έναν ελληνικό καφέ ακουμπισμένο κάπου εκεί, και ένα ένα μαρκαδόρο με τον οποίο γράφω σε ένα μπλοκ ζωγραφικής.
Αρχίζω και blog-όνω σιγά-σιγά (blog+σκαλώνω)... Εκεί που έβλεπα το blog μόνο σαν ένα μέρος που ανεβάζει κάποιος κειμενάκια, τώρα ψάχνω ευκαιρία να ζω εμπειρίες και να τις στολίζω κιόλας. Αυτό συμπέρανα τουλάχιστον, απο το Νοητικό Ναρκοπέδιο και μετά...
Το σπίτι βρίσκεται στην αρχή του χωριού σχεδόν. Έχει μια ευρύχωρη αυλή, κάμποσα δωμάτια, τον ξυλόφουρνο στην μικρή αυλή, το κοτέτσι (που είναι δίπλα στηη μικρή αυλή) και το "σώχωρο" (τι? πως?) a.k.a. μποστάνι, ένα μικρό χωράφι δηλαδή, στα όρια του σπιτιού.
(όση ώρα γράφω, μέσα έχουν ανάψει το τζάκι και ετοιμάζονται για τα υπόλοιπα)
Το ατού του σπιτιού δε, είναι η ταράτσα του, η οποία (θεωρητικά) συνορεύει με το σπίτι του αδερφού του παππού μου και με άλλα 2 σπίτια (πρακτικά). Έχει άφθονο χώρο εκεί πάνω και τα καλοκαίρια ή όποτε δε βρέχει, ανεβαίνω εκεί και πίνω τον καφέ μου.
Α, απο κάτω μου είναι το υποτιθέμενο υπόγειο. Εκεί μέσα υπάρχει το βαρέλι με το κρασί απο την εποχή του παππού μου (πριν γεννηθώ εγώ ή ο πατέρας μου δηλαδή), ο αργαλειός της γιαγιάς μου που δε χρησιμοποιεί πια γιατι έχει τα αρθροιτικά της, και το πατητήρι, που πετούσαμε τα σταφύλια και χωνόμασταν όλα τα ξαδέρφια μαζί ξυπόλητα, για να βγάλουμε το μούστο...

Η γιαγιά μου.
Η γιαγιά μου ονομάζεται Ευαγγελία Τσαγκαράκη. Γεννήθηκε το 1929 (έτσι της είπαν, μιας και δεν υπήρχαν πιστοποιητικά και μαλακίες στην περιοχή εκείνη την εποχή) και είναι χήρα ιερέος. (Κάποθ εδώ σημειώνω τη φράση "παπά παιδί, διαόλου εγγόνι" και την βάζω δίπλα στο "παπά εγγόνι, διαόλου παιδί" :P)
Αυτός ο άνθρωπος είναι απο τους πιο απίστευτους χαρακτήρες που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου, και που θα γνωρίσω στο μέλλον.
Κατ'αρχάς οι συνήθειές της. Της αρέσει να μαζεύει σακούλες κάθε είδους, για μελλοντική αποθήκευση χορταρικών, σπόρων, κάστανων, ελιών κ.ο.κ. όπως επίσης τηα αρέσει να μαζεύει σπάγγους-κορδόνια-λαστιχάκια, (επίσης κάθε είδους, σχεδόν σα ρακοσυλλέκτης) με τα οποία δένει τις σακούλες που έχει ήδη γεμίσει με τα προαναφερθέντα.
Φοράει μονίμως μια ποδιά πάνω απο τη φούστα της, στης οποίας τις τσέπες υπάρχουν πάντα ένα μαχαίρι χωρίς λαβή, σπάγγοι και καραμέλες. Η χρήσιμότητα των 2 πρώτων είναι περιττό να σχολιαστεί, αν έχετε διαβάσει τα παραπάνω. Οι καραμέλες είναι είτε για να τις δίνει σε παιδιά του χωριού, είτε στα εγγόνια της (ναι, της ζητάω ακόμη). Ειδικά εκείνες με γεύση κανέλλα..
Δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο 77 χρονών που να ξυπνάει αξημέρωτα (ή μερικές φορές να μην κοιμάται) και να γυρνάει απο τα χωράφια γύρω στα μεσάνυχτα, πριν ή μετά κάποιες φορές.
Δεν έχω γνωρίσει επίσης παπαδιά που όταν νευριάζει, βρίζει με τις φράσεις "Γαμώ το Δία σου μέσα", "Γαμώ τον Αντίχριστό σου (πάλι μέσα)", που όταν έχουμε πειράξει ή κάνει κάτι στο σπίτι χωρίς εκείνη να το ξέρει ή να το έχει εγκρίνει, να κάνει τη θεϊκή ερώτηση "Σε διέταξα?"
Δείγμα αυταρχισμού και τσαμπουκά μιας γυναίκας που γέννησε και μεγάλωσε 5 παιδιά στην Κατοχή.
Και ξέρει και Λατινικά
"Regina rosas amat..."

Ώρα: 23:00
Ευτυχώς το πακέτο με τα τσιγάρα τελείωσε. Για το επόμενο 24ωρο μόνο οξυγόνο. Όταν ήρθα εδώ περίμενα οτι θα πιάσω το μαρκαδόρο και θα αρχίσω να γράφω γκρι αυτοκαταστροφικές φράσεις. Αλλα δεν μπορώ-δεν γίνεται-δε θέλω. Δεν προβλέπεται απο το όλο σκηνικό. Εδώ:
Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα.
Ούτε το *&^%κεμπάπ
Ούτε το Ι.Ε.Κ.
Ούτε το Internet.
Ούτε πρώην.
Ούτε νυν.
Ούτε "φίλοι"
Ούτε "εχθροί".
Υπάρχω εγώ, ο αέρας, ο ουρανός, και κάτι ψιλά απο ομιλίες, σκέψεις, και μπλα μπλα μπλα...

Δυστυχώς όμως εδώ:
Δεν υπάρχεις εσύ. Για μια ακόμη φορά λοιπόν, οι λέξεις αποδεικνύονται λίγες και η φαντασία σου ακόμη λιγότερη, μιας και τα δεδομένα είναι ήδη το λιγότερο φτωχά μπροστά στην πραγματικότητα.
Κάπου εδώ θα μπούν και οι εικόνες.
Κάποια στιγμή...

Σάββατο 18/11/2006
Ώρα: 7:00 (ίσως και μισή ώρα μετά)
Το μάτι είναι ακόμη πρησμένο απο τον ύπνο. Χαίρομαι όσο λίγες φορές, κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ δηλαδή. Έχω κάτσει σε ένα μικρό "μπαλκονάκι" το οποίο βλέπει την Ανατολή. Πίνω ένα ελληνικό καφεδάκι και βλέπω τον ήλιο να ξυπνάει, και ξυπνάω και γω μαζί του.
Οι υπόλοιποι είναι ήδη μέσα και κάνουν τις προετοιμασίες για το ψωμί. Ως άντρας, δε θα χρειαστώ παρά μόνο στο χειρωνακτικό κομμάτι της υπόθεσης. Τα υπόλοιπα είναι γυναικείες δουλειές.
Για μέσα Νοέμβρη κάνει καλό καιρό πάντως...
Η γιαγιά με βλέπει που απο εχθές τραβάω φωτογραφίες σαν τον τουρίστα, και δεν καταλαβαίνει το γιατί. Που να της εξηγώ... Δεν θα καταλάβει και καλά θα κάνει :P
Οι πορτοκαλιές θέλουν μάζεμα, παρεμπιπτόντως...
Κάποια στιγμή πριν το μεσημέρι, πρέπει να πάω στο νεκροταφείο να πω ένα γειά στον παππού μου. Η γιαγιά απο μικρά μας είχε μάθει οτι τις ημέρες που κάνει ζέστη, πρέπει να πηγαίνουμε που και φορά να βρέχουμε τον τάφο του, για να δροσίζεται και εκείνος.
Και σήμερα θα έχει ζέστη σίγουρα.
Ευτυχώς που δεν έφερα το γάτο. Σίγουρα θα τρελλαινόταν εδώ και θα τον έχανα.
Παρέα απο εχθές μου κάνουν όσοι φίλοι/ες θα ήθελαν να είναι εδώ αλλά δενν τα κατάφεραν. No harm done :)

Ώρα: 10:30
Το ζύμωμα τελείωσε. Πρέπει τώρα να πλάσουμε τα ψωμιά. Η μάσα πλησιάζει...

17.11.06

Τόσα χρόνια φούρναρης...


Την κάνω για το χωριό.
Πάω να ζυμώσω ψωμί.
60 κιλά.
Τα λέμε...

Υ.Γ.: Αναμείνατε για φωτογραφίες... :)

15.11.06

Αθέατος Κόσμος (γάμησέ τα....)


Και κει που χαιρόμουν τα κομμάτια μου λόγω δηλητηρίασης, βάζω Alter και βλέπω το Χαρδα-βδέλλα να κάνει τρελλό σόου για τα video games, για την παιδική βία, για τις απεγνωσμένες μανάδες που δεν μπορούν να μαζέψουν τα παιδιά τους απο τα ιντερνετ καφενεία, για πατεράδες που τραβιούνται με τις πυτζάμες να μαζέψουν τα καμμένα τους.

ΕΛΕΟΣ ΕΛΕΟΣ ΕΛΕΟΣ.

ΑΝ δεν ήμουν άρρωστος θα ήμουν νεκρός απο τις αηδίες του βδέλλα. Ευτυχώς ο Θεός με λυπήθηκε και μου έδωσε την ευκαιρία να ακούσω τις μαλακίες του.

Δεν έχω ακόμη το σωματικό σθένος να γράψω όλα αυτά που θέλω, αλλα θα το κάνω. Μόλις μου το επιτρέψει ο πυρετός και ο πόνος σε όλα μου τα κόκκαλα.

Εκεί να δεις γέλια...

10.11.06

Νοητικό Ναρκοπέδιο


Οκ όλα είναι προσωρινά, αυτό το έχουμε καταλάβει.
Αυτό το οποίο δεν θέλουμε να καταλάβουμε είναι ότι αυτά τα προσωρινά πράγματα τείνουν να θεωρηθούν κεκτημένα και δεδομένα.
Τι εννοώ?
Δεν έχετε παρά να βγείτε μια βόλτα στους δρόμους της πόλης σας.
Ρίχτε μερικές προσεκτικές ματιές γύρω σας και θα καταλάβετε πως οι περισσότεροι από εμάς έχουν χτίσει ένα οικοδόμημα γύρω από τον εαυτό τους, τόσο εγωιστικό που νομίζουν πως τίποτα δεν μπορεί και δεν θα το καταρρίψει.
Άντρες και γυναίκες ζορίζουν τους εαυτούς τους και τα άλλα τους μισά, φτάνοντας στα όρια, και με την ψευδαίσθηση μάλιστα, ότι τίποτα δεν πρόκειται να τους συμβεί, πως ακόμη και μετά από όλο αυτό το αγχωτικό κρυφτό κανείς δεν θα βγει χαμένος.
Λάθος...
Μικροί και μεγάλοι περπατούν στο δρόμο με την αυτοπεποίθηση ενός τρανσέξουαλ υπέρβαρου του οποίου οι γόβες έχουν για τακούνια ξυλάκια από παγωτό του κατοστάρικου... Δεν παύουν όμως να είναι γόβες και πανάκριβες μάλιστα!
Πανάκριβα φιλόξενα πορτοφόλια που θα γεμίσουν και θα αδειάσουν πολλές φορές, μοναξιά ακόμη και εκεί...
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και το μόνο που σου περνάει από το μυαλό είναι να πάρεις μια βαριά ανάσα και να τον φτύσεις. Γιατί το θάρρος να του μιλήσεις το έχεις χάσει εδώ και καιρό. Από τότε που ούτε μουστάκια, ούτε έννοιες, ούτε ωριμότητα είχες. Μόνο ειλικρίνεια και φίλους.
Νοιώθω ότι είσαι ο καλύτερός μου φίλος, κι ας δε σε ξέρω. Μπορεί να είσαι ο οποιοσδήποτε, και γω ο άγνωστος μέσα από την οθόνη του υπολογιστή σου, σου μιλάω χωρίς να περιμένω καμία ανταπόκριση.
Κάθε οθόνη και ένας καθρέφτης. Κάθε γραμμή και ένα άνοιγμα των χειλιών σου. Ή των δικών μου. Κάθε τελεία και μια αναγκαία ανάσα.
Δεν ξέρω αν φοβάσαι, εγώ πάντως φοβάμαι. Όχι τις ακλόνητες αλήθειες που ήδη γνωρίζω, αλλά τα ψέματα που περιμένω να μου ειπωθούν. Φοβάμαι ότι είμαι το νήμα που πέφτει στον αγώνα δρόμου κάποιου αγνώστου που σκοπό έχει να με κοροϊδέψει, να με κάνει να μη δω κι άλλες αλήθειες, που τόσο με πονάνε και τόσο χρειάζομαι.
Έχω ξαναπεί, το παρόν δεν υπάρχει. Ο χρόνος είναι ο κυρίαρχος του παιγνιδιού. Κλέφτης και διακριτικός μαζί, παραμένει αόρατος.
Κάθε λέξη που διαβάζεις, κάθε στιγμή που τα μάτια σου κινούνται από το ένα σημείο στο άλλο, να σκέφτεσαι ότι αυτό που βλέπεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου είναι μια μικρή προσπάθεια ενός ανθρώπου να εγκλωβίσει και να οπτικοποιήσει το χρόνο.
Το κοίταγμα στον καθρέφτη συνεχίζεται, ακολουθείς?
Ένα κείμενο έχει αποτύχει σαν κείμενο όταν ο χρόνος που ξοδεύεις για να σκεφτείς τι διάβασες, είναι περισσότερος από το χρόνο που ξόδεψες για να το διαβάσεις.

«Κλείσε τα μάτια σου και τίποτα μη σε νοιάζει.
Κλείσε τα μάτια σου, και μη μιλάς.
Κλείσε τα μάτια σου, ο κόσμος για σένα αλλάζει.
Κοιμήσου ήσυχος, αφού έχεις εμάς.»

Ένα συγκρότημα τραγουδάει
Ένας άνθρωπος γράφει τα λόγια ενός συγκροτήματος
Ένας άλλος διαβάζει τα λόγια ενός ανθρώπου.
Εσύ?

Η νύχτα τώρα ξεκινάει και για πολλούς ο χρόνος μοιάζει να σταματάει.
Μιλάω σε ανθρώπους που δεν ξέρω, όμως θα ήθελα να γνωρίζω.
Σκέφτομαι για ανθρώπους που δεν με γνωρίζουν, και δεν ξέρω αν θα το ήθελαν κιόλας.
Ανοίγω τρύπες στο κεφάλι και τα ακροδάχτυλά μου. Από το κεφάλι μπαίνουν το σκοτάδι, ο φόβος και οι άλλοι. Ό,τι δεν δεν μένει μέσα μου, ό,τι δεν με κάνει πιο περίεργο, πιο εγωιστή, και πιο θυμωμένο, καταλήγει στα ακροδάχτυλα και λερώνει κάποιο πληκτρολόγιο...

6.11.06

Αυτή κι αν είναι ιστορία...

Του άρεσε να κολυμπάει στο κενό. Όπως ο Πήτερ Παν.
Κάθε φορά που βράδιαζε, πετούσε τα σκεπάσματά του πέρα και πήγαινε μια βόλτα μέχρι το νεκροταφείο του χωριού του.
Ήταν σε ένα λόφο στην πέρα μεριά του χωριού του χωριού, με μερικά κυπαρίσσια και πεύκα να το κρύβουν διακριτικά.
Δεν έδινες υπερβολική σημασία όταν κοιτούσες κατά κει, ίσια-ίσα που σου περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί και να ήταν ένα δεύτερο χωριό, από πλούσιους ανθρώπους, με οικονομική δυνατότητα τέτοια, ώστε να χτίσουν τα σπίτια τους πιο ψηλά, ώστε να έχουν καλύτερη θέα στο πέλαγος.
Τα καλύτερα βράδια του ήταν εκείνα του καλοκαιριού, κατά τον Αύγουστο. Η Πανσέληνος ήταν το ίδιο δίκαιη με τον Ήλιο που εκείνες τις μέρες με το καυτό του μαστίγιο πρόσταζε τους άντρες να μαζεύουν τα σταφύλια από αμπέλια.
Ανέβαινε σιγά σιγά την ανηφόρα, με τη σκιά του να τον συνοδεύει συνεχώς. Που και που της έριχνε καμιά ματιά για να θυμάται ότι δεν είναι μόνος.
Σαν έφτανε, πρώτα άναβε ένα κερί στον τάφο των παππούδων του, και μετά σκαρφάλωνε στον ψηλότερο τοίχο του νεκροταφείου, και έκανε ένα μακροβούτι προς τη θάλασσα.
Τα ρούχα του ίσα που ακουμπούσαν τα απότομα βράχια έτσι όπως γλιστρούσε πάνω τους, και λίγο πριν φτάσει στο νερό, με μια απότομη στροφή, εκτινασσόταν στον ουρανό μέχρι εκεί που φοβόταν ή φανταζόταν.
Όταν κάποια στιγμή κοντά στο πρωινό, χορτασμένος από βουτιές και από κουβέντες με τα ψάρια, γυρνούσε στο σπίτι του αποκαμωμένο, για να τον βρει εκεί, κάθε φορά που η μητέρα του σηκωνόταν το πρωί να δει αν τα 5 παιδιά της είναι καλά…
Φίλους σωστούς δεν είχε. Ο μόνος φίλος ήταν ένας καθρέφτης, που ήξερε πάντα πώς να τον κάνει να κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Το συνήθιζε αυτό. Το πρώτο που πρόσεχε. Και ότανμισούσε και όταν αγαπούσε.

(Αλλού είναι το πρόβλημα. Μπορώ να μετρήσω τους πόρους του δέρματός μου έναν-έναν. Τόσο πολύ κρυώνω. Τα δάχτυλά μου δεν έχουν καμία απολύτως χρηστική ικανότητα, πέρα από την μισοτελειωμένη προσπάθεια να χτυπήσουν τα πλήκτρα. Μη μου λες λοιπόν ότι το πρόβλημα είναι πως δεν σε προσέχω. Πάντα σε πρόσεχα. Αλλά εσύ το μόνο που ήξερες να κάνεις είναι να υπολογίζεις πόσο εμβαδόν θα αφιερώσεις στα αρχίδια σου για μένα σήμερα. Και να πω ότι έχεις… Αν ήσουν άντρας σίγουρα θα ήμουν ομοφυλόφιλος. Αλλά δεν έχεις. Και σίγουρα δεν είμαι.)

Η σχολική χρονιά πέρασε. Χειρότερη από όλες μέχρι τώρα. Μέχρι και μια πολύ καλοζωγραφισμένη σβάστικα του κόλλησαν στην πλάτη της καρέκλας του. Πρώτη Γυμνασίου. «Μα πόσο ρατσιστές να είναι αυτοί οι Έλληνες. Και εγώ Έλληνας ΝΟΙΩΘΩ.
Καλά κάνω και δεν τους κάνω παρέα. Τα παιδιά από το Γερμανικό Σχολείο μου φέρονται άψογα. Μάλλον το χρωστάω στη μαμά. Είναι Γερμανίδα όπως και όλες οι δασκάλες, δεν είναι Ελληνίδα. Αν ήταν, θα υπήρχε σίγουρα πρόβλημα.
Δεν θα του κάνω τίποτα. Δεν θέλω το κακό του. Να μην με ενοχλούν, αυτό θέλω. Κι ας με λένε φαντασιόπληκτο, ξέρω ότι οι ιδέες μου είναι σωστές. Θα προοδεύσω και θα τους κλείσω το στόμα. Και ακόμη καλύτερα, θα τους δέσω τα χέρια. Ειδικά αυτού του Στέλιου, που μου κόλλησε τη σβάστικα στην καρέκλα. Δεν μπορώ να καταλάβω….»
Καλλιτεχνικά το μάθημα. Ώρα: Τρίτη. «Σε ομάδες των 2 παρακαλώ» είπε η καθηγήτρια. «Μπορείτε να διαλέξετε ένα από τα παρακάτω θέματα και να ζωγραφίσετε ό,τι θέλετε. Πόλεμος, Ειρήνη, Το Δάσος, Η Θάλασσα, 28η Οκτωβρίου μπλα μπλα μπλα...»
«Στέλιο θέλεις να είμαστε ομάδα στα καλλιτεχνικά?»
«…»
«Δεν τρέχει τίποτα με αυτό που έκανες. Όλα καλά»
«Θέλεις να καθόμαστε στο ίδιο θρανίο?»
«Φυσικά, γιατί όχι!»
«Συγγνώμη για το….»
«Είπαμε, δεν τρέχει τίποτα. Θα τα βρούμε»
«Τι θέλεις να ζωγραφίζουμε»
«Ειρήνη προτείνω…»

(Ακόμη είναι ο καλύτερός μου φίλος…)