Αυτή κι αν είναι ιστορία...
Του άρεσε να κολυμπάει στο κενό. Όπως ο Πήτερ Παν.
Κάθε φορά που βράδιαζε, πετούσε τα σκεπάσματά του πέρα και πήγαινε μια βόλτα μέχρι το νεκροταφείο του χωριού του.
Ήταν σε ένα λόφο στην πέρα μεριά του χωριού του χωριού, με μερικά κυπαρίσσια και πεύκα να το κρύβουν διακριτικά.
Δεν έδινες υπερβολική σημασία όταν κοιτούσες κατά κει, ίσια-ίσα που σου περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί και να ήταν ένα δεύτερο χωριό, από πλούσιους ανθρώπους, με οικονομική δυνατότητα τέτοια, ώστε να χτίσουν τα σπίτια τους πιο ψηλά, ώστε να έχουν καλύτερη θέα στο πέλαγος.
Τα καλύτερα βράδια του ήταν εκείνα του καλοκαιριού, κατά τον Αύγουστο. Η Πανσέληνος ήταν το ίδιο δίκαιη με τον Ήλιο που εκείνες τις μέρες με το καυτό του μαστίγιο πρόσταζε τους άντρες να μαζεύουν τα σταφύλια από αμπέλια.
Ανέβαινε σιγά σιγά την ανηφόρα, με τη σκιά του να τον συνοδεύει συνεχώς. Που και που της έριχνε καμιά ματιά για να θυμάται ότι δεν είναι μόνος.
Σαν έφτανε, πρώτα άναβε ένα κερί στον τάφο των παππούδων του, και μετά σκαρφάλωνε στον ψηλότερο τοίχο του νεκροταφείου, και έκανε ένα μακροβούτι προς τη θάλασσα.
Τα ρούχα του ίσα που ακουμπούσαν τα απότομα βράχια έτσι όπως γλιστρούσε πάνω τους, και λίγο πριν φτάσει στο νερό, με μια απότομη στροφή, εκτινασσόταν στον ουρανό μέχρι εκεί που φοβόταν ή φανταζόταν.
Όταν κάποια στιγμή κοντά στο πρωινό, χορτασμένος από βουτιές και από κουβέντες με τα ψάρια, γυρνούσε στο σπίτι του αποκαμωμένο, για να τον βρει εκεί, κάθε φορά που η μητέρα του σηκωνόταν το πρωί να δει αν τα 5 παιδιά της είναι καλά…
Φίλους σωστούς δεν είχε. Ο μόνος φίλος ήταν ένας καθρέφτης, που ήξερε πάντα πώς να τον κάνει να κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Το συνήθιζε αυτό. Το πρώτο που πρόσεχε. Και ότανμισούσε και όταν αγαπούσε.
(Αλλού είναι το πρόβλημα. Μπορώ να μετρήσω τους πόρους του δέρματός μου έναν-έναν. Τόσο πολύ κρυώνω. Τα δάχτυλά μου δεν έχουν καμία απολύτως χρηστική ικανότητα, πέρα από την μισοτελειωμένη προσπάθεια να χτυπήσουν τα πλήκτρα. Μη μου λες λοιπόν ότι το πρόβλημα είναι πως δεν σε προσέχω. Πάντα σε πρόσεχα. Αλλά εσύ το μόνο που ήξερες να κάνεις είναι να υπολογίζεις πόσο εμβαδόν θα αφιερώσεις στα αρχίδια σου για μένα σήμερα. Και να πω ότι έχεις… Αν ήσουν άντρας σίγουρα θα ήμουν ομοφυλόφιλος. Αλλά δεν έχεις. Και σίγουρα δεν είμαι.)
Η σχολική χρονιά πέρασε. Χειρότερη από όλες μέχρι τώρα. Μέχρι και μια πολύ καλοζωγραφισμένη σβάστικα του κόλλησαν στην πλάτη της καρέκλας του. Πρώτη Γυμνασίου. «Μα πόσο ρατσιστές να είναι αυτοί οι Έλληνες. Και εγώ Έλληνας ΝΟΙΩΘΩ.
Καλά κάνω και δεν τους κάνω παρέα. Τα παιδιά από το Γερμανικό Σχολείο μου φέρονται άψογα. Μάλλον το χρωστάω στη μαμά. Είναι Γερμανίδα όπως και όλες οι δασκάλες, δεν είναι Ελληνίδα. Αν ήταν, θα υπήρχε σίγουρα πρόβλημα.
Δεν θα του κάνω τίποτα. Δεν θέλω το κακό του. Να μην με ενοχλούν, αυτό θέλω. Κι ας με λένε φαντασιόπληκτο, ξέρω ότι οι ιδέες μου είναι σωστές. Θα προοδεύσω και θα τους κλείσω το στόμα. Και ακόμη καλύτερα, θα τους δέσω τα χέρια. Ειδικά αυτού του Στέλιου, που μου κόλλησε τη σβάστικα στην καρέκλα. Δεν μπορώ να καταλάβω….»
Καλλιτεχνικά το μάθημα. Ώρα: Τρίτη. «Σε ομάδες των 2 παρακαλώ» είπε η καθηγήτρια. «Μπορείτε να διαλέξετε ένα από τα παρακάτω θέματα και να ζωγραφίσετε ό,τι θέλετε. Πόλεμος, Ειρήνη, Το Δάσος, Η Θάλασσα, 28η Οκτωβρίου μπλα μπλα μπλα...»
«Στέλιο θέλεις να είμαστε ομάδα στα καλλιτεχνικά?»
«…»
«Δεν τρέχει τίποτα με αυτό που έκανες. Όλα καλά»
«Θέλεις να καθόμαστε στο ίδιο θρανίο?»
«Φυσικά, γιατί όχι!»
«Συγγνώμη για το….»
«Είπαμε, δεν τρέχει τίποτα. Θα τα βρούμε»
«Τι θέλεις να ζωγραφίζουμε»
«Ειρήνη προτείνω…»
(Ακόμη είναι ο καλύτερός μου φίλος…)
Κάθε φορά που βράδιαζε, πετούσε τα σκεπάσματά του πέρα και πήγαινε μια βόλτα μέχρι το νεκροταφείο του χωριού του.
Ήταν σε ένα λόφο στην πέρα μεριά του χωριού του χωριού, με μερικά κυπαρίσσια και πεύκα να το κρύβουν διακριτικά.
Δεν έδινες υπερβολική σημασία όταν κοιτούσες κατά κει, ίσια-ίσα που σου περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί και να ήταν ένα δεύτερο χωριό, από πλούσιους ανθρώπους, με οικονομική δυνατότητα τέτοια, ώστε να χτίσουν τα σπίτια τους πιο ψηλά, ώστε να έχουν καλύτερη θέα στο πέλαγος.
Τα καλύτερα βράδια του ήταν εκείνα του καλοκαιριού, κατά τον Αύγουστο. Η Πανσέληνος ήταν το ίδιο δίκαιη με τον Ήλιο που εκείνες τις μέρες με το καυτό του μαστίγιο πρόσταζε τους άντρες να μαζεύουν τα σταφύλια από αμπέλια.
Ανέβαινε σιγά σιγά την ανηφόρα, με τη σκιά του να τον συνοδεύει συνεχώς. Που και που της έριχνε καμιά ματιά για να θυμάται ότι δεν είναι μόνος.
Σαν έφτανε, πρώτα άναβε ένα κερί στον τάφο των παππούδων του, και μετά σκαρφάλωνε στον ψηλότερο τοίχο του νεκροταφείου, και έκανε ένα μακροβούτι προς τη θάλασσα.
Τα ρούχα του ίσα που ακουμπούσαν τα απότομα βράχια έτσι όπως γλιστρούσε πάνω τους, και λίγο πριν φτάσει στο νερό, με μια απότομη στροφή, εκτινασσόταν στον ουρανό μέχρι εκεί που φοβόταν ή φανταζόταν.
Όταν κάποια στιγμή κοντά στο πρωινό, χορτασμένος από βουτιές και από κουβέντες με τα ψάρια, γυρνούσε στο σπίτι του αποκαμωμένο, για να τον βρει εκεί, κάθε φορά που η μητέρα του σηκωνόταν το πρωί να δει αν τα 5 παιδιά της είναι καλά…
Φίλους σωστούς δεν είχε. Ο μόνος φίλος ήταν ένας καθρέφτης, που ήξερε πάντα πώς να τον κάνει να κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Το συνήθιζε αυτό. Το πρώτο που πρόσεχε. Και ότανμισούσε και όταν αγαπούσε.
(Αλλού είναι το πρόβλημα. Μπορώ να μετρήσω τους πόρους του δέρματός μου έναν-έναν. Τόσο πολύ κρυώνω. Τα δάχτυλά μου δεν έχουν καμία απολύτως χρηστική ικανότητα, πέρα από την μισοτελειωμένη προσπάθεια να χτυπήσουν τα πλήκτρα. Μη μου λες λοιπόν ότι το πρόβλημα είναι πως δεν σε προσέχω. Πάντα σε πρόσεχα. Αλλά εσύ το μόνο που ήξερες να κάνεις είναι να υπολογίζεις πόσο εμβαδόν θα αφιερώσεις στα αρχίδια σου για μένα σήμερα. Και να πω ότι έχεις… Αν ήσουν άντρας σίγουρα θα ήμουν ομοφυλόφιλος. Αλλά δεν έχεις. Και σίγουρα δεν είμαι.)
Η σχολική χρονιά πέρασε. Χειρότερη από όλες μέχρι τώρα. Μέχρι και μια πολύ καλοζωγραφισμένη σβάστικα του κόλλησαν στην πλάτη της καρέκλας του. Πρώτη Γυμνασίου. «Μα πόσο ρατσιστές να είναι αυτοί οι Έλληνες. Και εγώ Έλληνας ΝΟΙΩΘΩ.
Καλά κάνω και δεν τους κάνω παρέα. Τα παιδιά από το Γερμανικό Σχολείο μου φέρονται άψογα. Μάλλον το χρωστάω στη μαμά. Είναι Γερμανίδα όπως και όλες οι δασκάλες, δεν είναι Ελληνίδα. Αν ήταν, θα υπήρχε σίγουρα πρόβλημα.
Δεν θα του κάνω τίποτα. Δεν θέλω το κακό του. Να μην με ενοχλούν, αυτό θέλω. Κι ας με λένε φαντασιόπληκτο, ξέρω ότι οι ιδέες μου είναι σωστές. Θα προοδεύσω και θα τους κλείσω το στόμα. Και ακόμη καλύτερα, θα τους δέσω τα χέρια. Ειδικά αυτού του Στέλιου, που μου κόλλησε τη σβάστικα στην καρέκλα. Δεν μπορώ να καταλάβω….»
Καλλιτεχνικά το μάθημα. Ώρα: Τρίτη. «Σε ομάδες των 2 παρακαλώ» είπε η καθηγήτρια. «Μπορείτε να διαλέξετε ένα από τα παρακάτω θέματα και να ζωγραφίσετε ό,τι θέλετε. Πόλεμος, Ειρήνη, Το Δάσος, Η Θάλασσα, 28η Οκτωβρίου μπλα μπλα μπλα...»
«Στέλιο θέλεις να είμαστε ομάδα στα καλλιτεχνικά?»
«…»
«Δεν τρέχει τίποτα με αυτό που έκανες. Όλα καλά»
«Θέλεις να καθόμαστε στο ίδιο θρανίο?»
«Φυσικά, γιατί όχι!»
«Συγγνώμη για το….»
«Είπαμε, δεν τρέχει τίποτα. Θα τα βρούμε»
«Τι θέλεις να ζωγραφίζουμε»
«Ειρήνη προτείνω…»
(Ακόμη είναι ο καλύτερός μου φίλος…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου