Εκ των υστέρων.
Το σπίτι ήταν σχετικά κοντά στην παραλία. Στα παράθυρα υπήρχαν τοποθετημένες εκείνες οι περσίδες απο αλουμίνιο. Έξω ο ήλιος άφηνε σκόπιμα λίγες απο τις ακτίνες του να πέφτουν πάνω τους, και να τις κάνουν να μοιάζουν με τις γραμμές του πενταγράμμου, αλλά στη βελτιωμένη τους έκδοση, την ασημένια.
Στεκόμουν δίπλα στο παράθυρο, με τις σκιές απο τις περσίδες να μου κόβουν γλυκά το πρόσωπο, σχηματίζοντας μιά σε απόχρωση του γκρι φυλακή, με κρατούσαν μακρυά απο τη θάλασσα.
Δε σκόπευα να μείνω για πολύ ακόμη μακρυά της, τουλάχιστον τα μάτια και η καρδιά μου ήταν ήδη μαζί της, να κολυμπούν και να ταράζουν τη θάλασσα όλα και τα ζωντανά της. Το ψιλόβροχο και η ζέστη δεν ενοχλούσαν κανέναν απ'τους δυό μας. Εμένα γιατί ήμουν ακόμη μέσα στο σπίτι, να ντύνω τη μέρα μου με τα μαλλιά της, κι εκείνη γιατί ήταν ήδη μέσα στο νερό.
Έβλεπα το κορμί της να λυγίζει και να δημιουργεί μέσα στην άπνοια κύματα ολόκληρα. Το νερό δεν ήθελε να φεύγει απο πάνω της. Μέλι διάφανο, προσπαθούσε να γαντζωθεί απο τις καμπύλες της και να πέσει ξανά στο ίδιο του το σύνολο, όσο πιο αργά γινόταν.
Τα σύννεφα στη θέα της βούρκωναν απο επιθυμία, γι'αυτό και άφηναν μερικά δάκρυα να την χαϊδέψουν κι αυτά, ψιλές σταγόνες βροχής που μάλωναν με το νερό της θάλασσας.
Ο ήλιος που με τόση τσιγγουνιά είχε φυλάξει τις ακτίνες του για εκείνην, συνέχιζε να γαργαλάει τις περσίδες του δωματίου με εκείνες τις ελάχιστες που μου άρμοζαν.
Κι όμως, αποφάσισε να κρυφτεί ξανά, μόλις στο μυαλό μου χάθηκε εκείνη και εμφανίστηκε στη θέση της πύρινη στήλη φωτός που μου έδειχνε τοσο κοντά, κι όμως τόσο μακρυά τη Γη της Επαγγελίας!
Και γω δέντρο γερασμένο να στέκω, δέντρο γέρικο, να ξεραίνομαι μπροστά σε τόση ομορφιά και νιότη. Κι όμως, στα χρόνια και τους ρόζους μου επάνω, κάθε βλέμμα της μου έσκιζε τη σάρκα και ξεπρόβαλλε κεχριμπάρι πολύτιμο η αγάπη μου.
Χρόνια τώρα τον κορμό μου ποτίζουν τα λόγια της, καινούρια κλαδιά φύονται πάνω μου, κάθε φορά που εκείνη μπολιάζει με άρνηση οφθαλμούς.
Το δέντρο εξαφανίζεται και γίνομαι πήλινο είδωλο, έτοιμο να λιώσει και να πλαστεί στα βρεγμένα χέρια της. Να πάρω πάνω μου όσο διάφανο μέλι έμεινε, και να το κάνω δικό μου. Να ζωγραφίσω στην ώχρα της λάσπης μου αυτά που δεν μπορώ να πω. Αυτά που ανέκαθεν έκρυβα, αγκάθια στην καρδούλα της, και που ευχαρίστως θα εξαφάνιζα αν δεν ήμουν ένας δειλός.
Γελοίε... τρέξε! Τι σκέκεις μπροστά στις περσίδες που αν και ελάχιστες, σου στερούν την αγνή θέα της? Πήγαινε κοντά της! Δίπλα της! Αγκάλιασέ την εσύ και όχι τα κύματα! Μα δε ζηλεύεις που βλέπεις τη θάλασσα και τη βροχή να μαλώνουν κι το κορμί της? Είναι δική σου!"
Κάπως έτσι είναι στα όνειρά μου, ακόμη και σήμερα, 8 χρόνια μετά. Κάπως έτσι (και καλύτερα) ήταν η πραγματικότητά μου για 2 χρόνια, κάθε μέρα. :D
Δε σκόπευα να μείνω για πολύ ακόμη μακρυά της, τουλάχιστον τα μάτια και η καρδιά μου ήταν ήδη μαζί της, να κολυμπούν και να ταράζουν τη θάλασσα όλα και τα ζωντανά της. Το ψιλόβροχο και η ζέστη δεν ενοχλούσαν κανέναν απ'τους δυό μας. Εμένα γιατί ήμουν ακόμη μέσα στο σπίτι, να ντύνω τη μέρα μου με τα μαλλιά της, κι εκείνη γιατί ήταν ήδη μέσα στο νερό.
Έβλεπα το κορμί της να λυγίζει και να δημιουργεί μέσα στην άπνοια κύματα ολόκληρα. Το νερό δεν ήθελε να φεύγει απο πάνω της. Μέλι διάφανο, προσπαθούσε να γαντζωθεί απο τις καμπύλες της και να πέσει ξανά στο ίδιο του το σύνολο, όσο πιο αργά γινόταν.
Τα σύννεφα στη θέα της βούρκωναν απο επιθυμία, γι'αυτό και άφηναν μερικά δάκρυα να την χαϊδέψουν κι αυτά, ψιλές σταγόνες βροχής που μάλωναν με το νερό της θάλασσας.
Ο ήλιος που με τόση τσιγγουνιά είχε φυλάξει τις ακτίνες του για εκείνην, συνέχιζε να γαργαλάει τις περσίδες του δωματίου με εκείνες τις ελάχιστες που μου άρμοζαν.
Κι όμως, αποφάσισε να κρυφτεί ξανά, μόλις στο μυαλό μου χάθηκε εκείνη και εμφανίστηκε στη θέση της πύρινη στήλη φωτός που μου έδειχνε τοσο κοντά, κι όμως τόσο μακρυά τη Γη της Επαγγελίας!
Και γω δέντρο γερασμένο να στέκω, δέντρο γέρικο, να ξεραίνομαι μπροστά σε τόση ομορφιά και νιότη. Κι όμως, στα χρόνια και τους ρόζους μου επάνω, κάθε βλέμμα της μου έσκιζε τη σάρκα και ξεπρόβαλλε κεχριμπάρι πολύτιμο η αγάπη μου.
Χρόνια τώρα τον κορμό μου ποτίζουν τα λόγια της, καινούρια κλαδιά φύονται πάνω μου, κάθε φορά που εκείνη μπολιάζει με άρνηση οφθαλμούς.
Το δέντρο εξαφανίζεται και γίνομαι πήλινο είδωλο, έτοιμο να λιώσει και να πλαστεί στα βρεγμένα χέρια της. Να πάρω πάνω μου όσο διάφανο μέλι έμεινε, και να το κάνω δικό μου. Να ζωγραφίσω στην ώχρα της λάσπης μου αυτά που δεν μπορώ να πω. Αυτά που ανέκαθεν έκρυβα, αγκάθια στην καρδούλα της, και που ευχαρίστως θα εξαφάνιζα αν δεν ήμουν ένας δειλός.
Γελοίε... τρέξε! Τι σκέκεις μπροστά στις περσίδες που αν και ελάχιστες, σου στερούν την αγνή θέα της? Πήγαινε κοντά της! Δίπλα της! Αγκάλιασέ την εσύ και όχι τα κύματα! Μα δε ζηλεύεις που βλέπεις τη θάλασσα και τη βροχή να μαλώνουν κι το κορμί της? Είναι δική σου!"
Κάπως έτσι είναι στα όνειρά μου, ακόμη και σήμερα, 8 χρόνια μετά. Κάπως έτσι (και καλύτερα) ήταν η πραγματικότητά μου για 2 χρόνια, κάθε μέρα. :D
3 σχόλια:
Πολύ όμορφο κείμενο
Οκτώ χρόνια μετά;;;
Καλό σου βράδυ
Υ.Γ. Εχω παιχνίδι το έπαιξε και ο συνάδελφος Προυστ...:)
Παρα πολύ όμορφο. Κάθε φορά με ξαφνιάζεις. Μπράβο.
Δημοσίευση σχολίου