24 Ιουλίου 2004
Έλεος?. Όχι. Θα προσπαθήσω να ξεράσω αλήθειες απόψε. 24 Ιουλίου 2004 σήμερα και απλά νοιώθω τη ζέστη να κατακλύζει το κεφάλι μου και να το προκαλεί να παράγει έννοιες και διατυπώσεις τις οποίες δεν είμαι καν σίγουρος αν χρειάζεται.
Έχω καιρό να μεθύσω. Να καταλάβω τον εαυτό μου καλύτερα. Τα όνειρα μου λιγοστεύουν. Δεν τα φτάνω ούτε στο όνειρό μου πια.
Περνάει ο καιρός και γω σιωπηλός θεατής της κατρακύλας του εαυτού μου. Τώρα? Τι είναι αυτή η λέξη? Δεν μπορώ πια να ζήσω το τώρα. Ζω το πριν και βασανίζομαι από το μετά. Το τώρα πέθανε. Αναλώνεται στα ταξίδια του. Αδειάζει την κλεψύδρα που του χάρισε ο χρόνος, σε ανούσιες διαπιστώσεις που το μόνο αντάλλαγμα που ζητά για να σταματήσει να σου στέλνει τύψεις, είναι κι άλλη άμμος…
Το ποτήρι μου στέκει πλυμένο και ξεχασμένο σε κάποιο ντουλάπι. Ναι, έχω πάντα το ίδιο ποτήρι όπου κι αν πάω. Οι άκρες των δαχτύλων μου δεν δέχονται πολλές καινούργιες ανακαλύψεις. Όλα αυτά τα μεθύσια που μου χαρίζουν απλόχερα τα όνειρα, είναι στοιβαγμένα σε αυτό το ποτήρι μέσα. Γιατί να το αρνηθώ λοιπόν? Θα το ξαναγεμίζω όσο ξέρω ότι δεν πρόκειται να πεί σε κανέναν άλλο τα μυστικά μου έχω μοιραστεί μαζί του.
Ούτε φεγγάρι απόψε. Ακόμα κι αυτό απέχει από το καθήκον του που δεν είναι άλλο από το να μου θυμίζει πως τα βράδια θέλουν έναν άνθρωπο, ένα πιοτό και την παρουσία του, για να συνθέσουν μια καλοστημένη μπαλάντα. Το που θα την αφιερώσει ο καθένας είναι μια άλλη ιστορία. Και χιλιοειπωμένη μάλιστα.
Τρέμω. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ήρεμη νύχτα του Ιούλη. Βλέπεις είμαι και μόνος μου. Αλλά δεν με πολυνοιάζει πια. Ίσως να έχω πείσει τον εαυτό μου ότι η παρουσία των άλλων μπροστά στο ενδεχόμενο μιας καλής ονειροπόλησης είναι μάλλον περιττή.
Σταματάω εδώ. Άρχισα να νοιώθω ότι απολογούμαι σε κάποιον αόρατο δικαστή. Δέχομαι να λογοδοτήσω για αυτά που γράφω, ξέροντας ότι υπάρχει έστω και ένα άτομο το οποίο γνωρίζει τι περνάω, τι νοιώθω, και περιμένει να αναγνωρίσει τα χάρτινα αποτυπώματά μου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, και να προσπαθήσει να βρεί αν το μητρώο μου είναι λευκό ή γεμάτο από εγκληματικά πολλές ονειροπολήσεις.
Έχω καιρό να μεθύσω. Να καταλάβω τον εαυτό μου καλύτερα. Τα όνειρα μου λιγοστεύουν. Δεν τα φτάνω ούτε στο όνειρό μου πια.
Περνάει ο καιρός και γω σιωπηλός θεατής της κατρακύλας του εαυτού μου. Τώρα? Τι είναι αυτή η λέξη? Δεν μπορώ πια να ζήσω το τώρα. Ζω το πριν και βασανίζομαι από το μετά. Το τώρα πέθανε. Αναλώνεται στα ταξίδια του. Αδειάζει την κλεψύδρα που του χάρισε ο χρόνος, σε ανούσιες διαπιστώσεις που το μόνο αντάλλαγμα που ζητά για να σταματήσει να σου στέλνει τύψεις, είναι κι άλλη άμμος…
Το ποτήρι μου στέκει πλυμένο και ξεχασμένο σε κάποιο ντουλάπι. Ναι, έχω πάντα το ίδιο ποτήρι όπου κι αν πάω. Οι άκρες των δαχτύλων μου δεν δέχονται πολλές καινούργιες ανακαλύψεις. Όλα αυτά τα μεθύσια που μου χαρίζουν απλόχερα τα όνειρα, είναι στοιβαγμένα σε αυτό το ποτήρι μέσα. Γιατί να το αρνηθώ λοιπόν? Θα το ξαναγεμίζω όσο ξέρω ότι δεν πρόκειται να πεί σε κανέναν άλλο τα μυστικά μου έχω μοιραστεί μαζί του.
Ούτε φεγγάρι απόψε. Ακόμα κι αυτό απέχει από το καθήκον του που δεν είναι άλλο από το να μου θυμίζει πως τα βράδια θέλουν έναν άνθρωπο, ένα πιοτό και την παρουσία του, για να συνθέσουν μια καλοστημένη μπαλάντα. Το που θα την αφιερώσει ο καθένας είναι μια άλλη ιστορία. Και χιλιοειπωμένη μάλιστα.
Τρέμω. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ήρεμη νύχτα του Ιούλη. Βλέπεις είμαι και μόνος μου. Αλλά δεν με πολυνοιάζει πια. Ίσως να έχω πείσει τον εαυτό μου ότι η παρουσία των άλλων μπροστά στο ενδεχόμενο μιας καλής ονειροπόλησης είναι μάλλον περιττή.
Σταματάω εδώ. Άρχισα να νοιώθω ότι απολογούμαι σε κάποιον αόρατο δικαστή. Δέχομαι να λογοδοτήσω για αυτά που γράφω, ξέροντας ότι υπάρχει έστω και ένα άτομο το οποίο γνωρίζει τι περνάω, τι νοιώθω, και περιμένει να αναγνωρίσει τα χάρτινα αποτυπώματά μου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, και να προσπαθήσει να βρεί αν το μητρώο μου είναι λευκό ή γεμάτο από εγκληματικά πολλές ονειροπολήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου