16.8.06

Autostop



Κυλάει καιρός πολύς.
Κυλάει και γώ εδώ συνεχίζω στην άκρη του δικού μου δρόμου να κάνω οτοστόπ και να περιμένω να περάσει αυτοκίνητο. Μα ποιόν κοροϊδεύω…
Συνεχίζω να ντύνω με ψυχρά χρώματα τις χειμωνιάτικες σκέψεις μου. Λες και κηδεύω τον εγκέφαλό μου εν αγνοία του. Και η τύχη ειρωνική, να στέκεται λίγο πιο κάτω από μένα , στον ίδιο δρόμο, με το ένα μάτι κάτω από το μαντήλι, όπως αρμόζει άλλωστε, και με το άλλο να λοξοκοιτάζει την καλογυαλισμένη λιμουζίνα της.
Η καρδιά πρέπει να πονάει για να αγαπήσει. Η καρδιά πρέπει να αγαπάει για να πονέσει. Αρκεί να υπάρχει.
Νοιώθω σαν να είμαι κλεισμένος στο κλουβί με τις τίγρεις, σε ένα τσίρκο περιοδεύον, παρακμιακό. Να πρέπει να τις δαμάσω, ενώ αυτές έχουν πάρει χαμπάρι την υποκριτικά στολισμένη δεινότητά μου σαν δαμαστή. Και γώ να κλαίω… Μπροστά σε θεριά και κοινό. Μόνο θεριά μάλλον. Γιατί και οι άνθρωποι έτσι καταντήσαμε. Θεριά που τρώει το ένα το άλλο με την πρώτη ευκαιρία. Με το πρώτο νούμερο του λαχνού. Με την πρώτη αναποδιά. Με την πρώτη απογοήτευση. Και να σου κάτω τα κεφάλια. Και οι σκέψεις βουνό στη μέση της θάλασσας. Και το σωσίβιο ένα και μοναδικό. Εσύ ο ίδιος.
Όνειρο ήταν αλλά τόσο μα τόσο αληθινό… Η σάρκα σου ένα με τη δική μου, οι χυμοί σου, τα μαλλιά σου και το βλέμμα σου το μισονυσταγμένο. Ο τρόπος με τον οποίον με έσφιγγες στην αγκαλιά σου, ο τρόπος με τον οποίο σε κρατούσα. Το πάθος… Ποιες λέξεις…
Προσπαθώ να περιγράψω ένα όνειρο με λόγια. Να το κλειδώσω στο χάρτινο μπαούλο, να το έχω πρόχειρο . Τώρα που μπορώ, γιατί θα ξεθωριάσει και αυτό. Θα το ξεχάσω σιγά σιγά. Η ειρωνεία είναι πως όσο προσπαθώ να περιγράψω το όνειρο τόσο απλουστεύουν οι λέξεις, τιμωρώντας με που το βγάζω από το μυαλό και την καρδιά μου. Στερώντας από τον αναγνώστη να μοιραστεί τον ίδιο θυμωμένο οργασμό με εμένα. Αυτό ήταν. Ξέχασα. Άλλο ένα όνειρο θυσιασμένο στην κοινοτοπία
Συνεχίζω να γράφω, με τα χέρια μου αμήχανους γυρολόγους πάνω στο «χαρτί». Πλανόδιοι αγωνιστάδες της ζωής μου, σωτήριοι καρποί μου κινηθείτε!
Παλιότερα η γραφομηχανή, μετά το χαρτί, τώρα το πληκτρολόγιο. Αυτή κι αν είναι ηδονή! Σαν να παίζεις πιάνο. Χωρίς νότες. Μόνο πλήκτρα, πλήκτρα σημαδεμένα με έναν χαρακτήρα, μια φυσιογνωμία ο καθένας. Αρσενικοί, με τις γωνίες και τον εγωισμό τους ο καθένας, δύστροποι και νταήδες, θηλυκοί, με τις καμπύλες τους και τις τρυφερές κινήσεις επιδεικτικής τρυφερότητας. Όλοι μιλάν με την ίδια γλώσσα. Και όλοι συναντιούνται σε ένα όργιο αρχαίο. Ένα συνοθήλευμα που όμοιό του δεν υπάρχει. Καθένας βρίσκει το ταίρι του και ενώνονται με του χεριού μου το νεύμα και με του Έρωτα την άδεια. Λέξεις…
Και γώ ο άθλιος προσπαθώ ακόμη να γεμίζω τη σελίδα με τυχαίους συλλογισμούς, δήθεν πλούτο γνώσης και εμπειρίας. Θα προτιμούσα έναν άνθρωπο δίπλα μου να με αποτρέπει, από το να χλευάζω αυτά που δημιουργώ ο ίδιος. Από το να με αναιρώ.
Κουράστηκα.
Κουράστηκα να είμαι η συνεχής τιμωρία αυτών που θέλουν την ζωή τους ήρεμη.
Ίσως επειδή πλέον ζηλεύω αυτή τη ζωή. Ίσως επειδή πάει καιρός που σχεδόν ανεπιτυχώς υποκρίθηκα ότι μου ανήκει.
Αυτή τη φορά θα γίνει αλλιώς. Θα κάνω ένα βήμα μπροστά και θα σταθώ στη μέση του δρόμου. Και ή θα με πάρει με τη καλογυαλισμένη λιμουζίνα της ή θα με πατήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: