Οι 5 σημαίες - Κεφάλαιο 3
Όλα τα κείμενα της ιστορίας μπορείτε να τα βρείτε εδώ.
Στα χοντρά σύρματα του φράχτη, μικρά σαλιγκάρια είχαν αρχίσει τη βιαστική τους βόλτα, ακροβατώντας στην κορυφή του, ακροβατώντας μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς. Μεταξύ τρέλλας και λογικής. Μεταξύ ουρανού και γης.
Σαν κινηματογραφική σκηνή. Η κάμερα απο εκεί που είχε ζουμάρει στη βιαστική βόλτα των σαλιγκαριών, άνοιξε το πλάνο στους τοίχους. Ζούμαρε αργά σε αυτούς και στη συνέχεια στάθηκε στο παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Μικρό, με το νερό να λιμνάζει νωχελικά στο περβάζι του, και με τα κάγκελα να σχηματίζουν κέντημα ατσάλινο, που μέσα απ'τη δαντέλα του του βλέμμα του Επιθεωρητή Omede μετρούσε σταγόνες και βάφτιζε σύννεφα.
Έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι τοίχοι του ψυχιατρείου είχαν αρχίσει να αποκτούν ένα λεπτό πράσινο στρώμα μούχλας. Χρόνια τώρα κοπιούσαν για να συμβεί αυτό, και οι αδιάφοροι άνθρωποι τους είχαν βοηθήσει αρκετά!
Ο κήπος με τις δυο μικρές συστάδες δέντρων και τα απειράριθμα παγκάκια, ήταν καιρό τώρα απεριποίητος και αυτός. Κανείς δεν είχε ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση να ασχοληθεί μαζί του. Και αυτός είχε κοπιάσει μέχρι να αποκτήσει τη μουντή μοναξιά του.
"Οι μέρες περνούν. Το συνηθίζουν άλλωστε. Χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Μαζεύονται στα μπαλκόνια του σύμπαντος και κουβεντιάζουν με τις ώρες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όταν η παρέα μεγαλώνει, έρχονται οι μήνες. Υπερήφανοι νέοι, πορωμένοι με τις φάρσες. Πότε καλοστημένες-πότε κακόγουστες. Ούτως ή άλλως δεν τους πολυνοιάζει το ανα θα γελάσεις ή παρεξηγήσεις. Πάντως αν συμβεί το δεύτερο, έρχεται ο πατέρας τους ο Χρόνος. Εκείνος σε βάζει στη θέση του.
Δάσκαλος με μεταδοτικότητα. Δικαστής αμερόληπτος. Γιατρός με ειδικότητα νευροχειρουργού. Αυτός είναι. Κι άλλος σαν αυτόν δεν υπάρχει. Α! Είναι και μπακάλης καμμιά φορά! Με τάσεις τσιγκουνιάς αλλα και γενναιοδωρίας. Μπορεί να σε κλέψει στο ζύγι, μπορεί όμως και να σου δωρίσει καμμιά στρογγυλοποίηση προς τα πάνω, αρκεί να σε συμπαθήσει. Το έχει πάρει αυτό απο την αδερφή του την Τύχη."
Η αδελφή τον άκουγε εκστασιασμένη. Είχε αρχίσει να ταλαντεύεται, σαν τη ζυγαριά του μπακάλη Χρόνου. Απο τη μία πλάστιγγα η ιδιότητά της, που την έκανε να χαίρεται που είχε μειώσει κατα πολύ τη δοσολογία των ψυχοφαρμάκων. Απο την άλλη, η γυναίκα που ήξερε οτι πλέον είναι κάποια άλλη, ή τουλάχιστον η συνέχεια κάποιας άλλης. Δεν ήξερε αν αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να τη λυπεί ή να τη χαροποιεί.
Αυτή η ζυγαριά εκτός απο 2 ιδιότητες, τηρούσε την ισορροπία σε 2 γυναίκες. Την Atamie και τη Fabijan. Πόσες απο της αποφάσεις της ζωής της ήταν πραγματικά δικές της, και όχι απομεινάρια των πόθων της Fabijan? Αυτή είχε ερωτευτεί τον Επιθεωρητή ή η νεκρή γυναίκα μέσα της? Αυτή ελλάτωνε τον ορό ή η Fabijan? Προσπαθούσε να καταλάβει. Έστω και μικρά κομματάκια απο όλοκληρο το παζλ, κομματάκια που της είχε πετάξει σαν ψίχουλα σε κοπρόσκυλο, ο Επιθεωρητής.
Της είχε αναφέρει πως η Fabijan είχε δολοφονηθεί το 1949, αλλά μόνο για τα μάτια του κόσμου, της αστυνομίας. Είχε δολοφονηθεί μόνο για το στόμα της σπηλιά και τα σχοινιά που την έσωσαν απο τα δόντια της.
Η Atamie είχε ξεκαθαρίσει μέσα της πως για να ξεκινήσει τη ζωή της Fabijan απο την αρχή, έπρεπε πρώτα να τελειώσει μιαν άλλη, τη δική της. Προς το παρόν όμως τηρούσε τη διαταγή του αγαπημένου της.
Διέθετε επιμονή. Έκανε υπομονή.
Τα πυρωμένα σημάδια στο σβέρκο του Επιθεωρητή ξεπρόβαλαν ανάγλυφα, σαν χθεσινά.
"Μένουν 364. Είναι πολλά για σένα. Καλύτερα να μην το κοιτάς. Η Atamie θα φύγει. Η Fabijan θα μείνει. Ψάξε. Ψάξε μέσα σου να τη βρείς. Όσο πιο γρήγορα το κάνεις, τόσο πιο λίγο θα πονέσεις, τόσο πιο γρήγορα θα περάσουν."
Το μόνο που άφησε την Atamie να σκεφτεί εκείνο το βροχερό πρωινό, ήταν πως ο Χρόνος την είχε κλέψει στο ζύγι.
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου