Άγνωστος 2
ΖΗΤΩ Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ. ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ ΓΙΑ ΟΛΑ .
Και πάσης Ελλάδος που λένε...
Θα προσπαθήσω να ανταποδώσω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε το κειμενάκι του Νικόλα, στο ολοκαίνουριο blog του (δεύτερη απόπειρα). Επίσης σκεπτόμενος το ρητό "δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιός είσαι" δεν μπόρεσα να βρω καταλληλότερο άτομο για να με περιγράψω, απο τον προαναφερθέντα. Απο που να ξεκινήσω και που να τελειώσω
Νικόλας λοιπόν! Κατ'αρχήν αισθάνομαι την ιερή υποχρέωση, μιας και με έκανε ρόμπα στο blog του, να τον κάνω και γω λίγο ρόμπα, δείχνοντας σε σας, ώ χιλιάδες αναγνώστες, το πρόσωπό του:
Αυτός αγαπητοί αναγνώστες είναι ο Νικόλας. Καλύτερός μου φίλος τα τελευταία 3 χρόνια. Είμαι της άποψης πως στη ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να υπάρξει μόνο ένας φίλος, ο Νικόλας είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, που μπορεί να με ανεχτεί με τρόπο που δε με δυσαρεστεί.
Γνωριστήκαμε πριν απο 3 χρόνια περίπου, σε μια δύσκολη για την Ελλάδα εποχή :P (για μας εννοώ), υπο συνθήκες χαώδεις, συνθήκες πλήρους αναπροσαρμογής μας στα κοινωνικά δεδομένα που το καταναλωτικό θηρίο που ονομάζεται τηλεόραση, προσπαθεί να μας επιβάλλει.
Εκείνος δούλευε σε ενα νετ καφέ στο οποίο είχα αρχίσει να συχνάζω , και την περίοδο που παραιτήθηκε απο υπάλληλος, εγώ ζητούσα δουλειά στο ίδιο μαγαζί.
Σε αντίθεση με εκείνον, το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απο τις αρχικές εκείνες συζητήσεις μας, ήταν ο τρόπος διεξαγωγής τους. Χαρακτηριστικά, στο νετ καφε εκείνο, τις πρώτες φορές που αρχίσαμε να βγαίνουμε απο το κέλυφός μας, όταν ο εκείνος μιλούσε, εγώ φορούσα τα ακουστικά του pc, με τη μουσική να παίζει δυνατά, και έκανα πως καταλαβαίνεα όσα λέει. Όταν ερχόταν η σειρά μου να μιλήσω, φορούσε εκείνος τα ακουστικά και συνεχιζόταν η κουβέντα κανονικότατα.
Σε αυτές τις πρώτες συζητήσεις είχα όλο το χρόνο να παρατηρήσω αυτή την ΕΛΕΕΙΝΗ και ΤΡΙΣΑΘΛΙΑ φάτσα, χωρίς να ακούω τις 7 φορές χειρότερες ΠΑΠΑΡΙΕΣ που έλεγε.
ΕΠΟΧΗ ΧΑΚ
Προσπερνώντας γρήγορα-γρήγορα τα σκηνικά με τη Βιβή (για να καταλάβετε τι εννοώ, pay a visit to his blog), περνάμε στην εποχή του ΧΑΚ, εποχή την οποία θυμάμαι και δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω. Θυμάστε που σας είπα πως παραιτήθηκε απο νετ καφέ στο οποίο έπιασα δουλειά εγω? Φεύγοντας απο κεί, έπιασε δουλειά στο προαναφερθέν νετ καφέ (ΧΑΚ) οπου ΕΒΓΑΖΕ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΛΕΒΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΚΗ. (loooooool). Στο μεταξυ εγώ έχασα τη δουλειά μου, και αναγκαστικά έχοντας αποκτήσει κόλλημα με το Internet και αφραγκίες πλέον, άραζα στο ΧΑΚ οπου ο Νικόλας ξηγιόταν free pc και τσάι με γεύση και επίδραση ;)
Αξέχαστα θα μου μείνουν τα σκηνικά στην ταράτσα ενός κτηρίου στο κέντρο της πόλης, οπου αράζαμε συχνά, καπνίζοντας και πίνοντας μπύρες, και ενίοτε τρώγοντας pizza Everest κερασμένη απο εκείνον, μιας και εγώ είπαμε, είχα αφραγκίες...
Έπειτα, ήρθε η εποχή που γνώρισα το Νικόλα στα παιδιά με τα οποία σπουδάζαμε μαζί στο Τ.Ε.Ι. Δυστυχώς τα σκηνικά που έπαιξαν εκείνη την περίοδο δεν μπορώ να τα περιγράψω μιας και είναι πάρα πολλά, με μικροεκδρομούλες, και πάρα πολλά βράδια μέσα σε καπνούς, σκοτάδια, και γλυκόζη...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Όσοι έχετε διαβάσει το κόμικ, θα δικαιολογήσετε την αγωνία και την προσμονή μου...
ΑΝΤΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ! (κυριολεκτικά και μεταφορικά...)
Περίμενα στη στάση να έρθει το λεωφορείο. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα σκυλί, καφέ, αδέσποτο. Με ένα κόκκινο περιλαίμιο να κρέμεται απο το λαιμό του, δηλώνοντας πως είναι θηλυκό και εμβολιασμένο απο το Δήμο (μπλε για τα αρσενικά).
Και εκεί που όλοι έδειχναν να το αγνοούν, μια κοπέλα σκύβει και αρχίζει να το χαϊδεύει. Έτσι όπως το χαϊδευε, άρχισε να προσπαθεί να του χαλαρώσει το περιλαίμιο. Δεν έβλεπε καλά όως, και έτσι όπως την είδα να παλεύει, άνοιξα το φλας του κινητού μου, και άρχισα να φωτίζω το λαιμό του σκύλου.
Τη ρώτησα "θέλεις να το βγάλεις ή απλά να το χαλαρώσεις?" Μου απάντησε: "Να το βγάλω."
"Και δε μου λες", την ξαναρωτάω, "το κάνεις για το σκύλο ή για σένα?"
"Και για τους δύο," κατέληξε...
Το λεωφορείο ήρθε και εκείνη δεν πρόλαβε να αποτελειώσει ό,τι άρχισε. Δεν την άφησε ο σκύλος. Προφανώς απογοητευμένη, ίσως και λίγο ικανοποιημένη που κατάφερε έστω και λίγο να χαλαρώσει το περιλαίμιο, με καληνύχτισε και έφυγε. Εγώ δεν πήρα το λεωφορείο. Προτίμησα να καπνίσω άλλο ένα τσιγάρο και να περιμένω τον κολλητό να σχολάσει.
Παίρνοντας αφορμή από το post της τριαντάρας, δεν μπορώ να μην πω ένα δυο λόγια,
Τελείως άσχετα με την παράσταση φυσικά.
Το μεγαλύτερο θέατρο είναι η ζωή, και η καλύτερη παράσταση που θα δούμε ποτέ, πάλι η ίδια η ζωή. Άλλοτε πρωταγωνιστές, άλλοτε κομπάρσοι, άλλοτε υποβολείς…
Και το κοινό που απελπισμένα περιμένουμε και περιμένει να μας χειροκροτήσει, πολύ.
Απλά κάνουμε το λάθος να μην το θυμόμαστε, και τις περισσότερες φορές να μην το ανταποδίδουμε.
Φτιασιδωνόμαστε όπως μόνο εμείς ξέρουμε, μιλάμε όπως θέλουν να ακούν κάποιοι και το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να φέρνουμε βόλτες γύρω από τον εαυτό μας, νομίζοντας πως εμείς ανατέλλουμε, και δύουμε κιόλα.
Το καλύτερο κομμάτι έρχεται όταν αναλαμβάνουμε ως θεατές πια, να δούμε την παράσταση κάποιου άλλου, είτε είναι δράμα είτε κωμωδία, και να κρίνουμε την κατάστασή του μεταξύ pop corn και Coca Cola.
Συνήθως σενάριο δεν υπάρχει, μιας και δεν παίζουμε σχεδόν ποτέ μόνοι μας.
Το σενάριο υποθετικά το γράφουμε με άλλους, προσπαθώντας να μην γεμίζουμε τις σελίδες με άσκοπους μονολόγους (καλή ώρα σαν αυτό).
Πολλές φορές όμως κάποιος από το θίασο πιστεύει πως η υποκριτική του υπερβαίνει τα στενά όρια ενός θιάσου, και παίζει σε πολλούς ταυτόχρονα. Κι αυτό ενοχλεί πολλές φορές. Αλλά αν αισθάνεται έτσι, κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα..
Ένα δέντρο στις ρίζες του οποίου κάθομαι.
Κοιτάω πάνω και βλέπω τα κλαδιά σχεδόν γυμνά, χωρίς πολλή παρέα από φύλλα.
Τα φύλλα έκαναν κατάδυση στου ουρανού τη θάλλασα με στόχο τον βυθό της επιφάνειας.
Πιο πάνω και από αυτά τα κλαδιά, ο ουρανός, γη γεμάτη πρόβατα μικρά και μεγάλα, που όσο πασχίζουν να βοσκίσουν, ο βοσκός άνεμος τα κάνει και αλλάζουν σχήμα, και δεν μπορώ να καταλάβω αν τελικά πρόλαβαν να χορτάσουν και μεγάλωσαν, η τα έσφαξε και εξαφανίστηκαν.
Θα ήθελα να αρχίσουν τα πρόβατα να κλαίνε, μπας και τα φύλλα στο χώμα νοιώσουν έστω και λίγο τι πάει να πει θάλλασα, αλλά μάταια! Ο κακός ο ήλιος, σα λύκος έφεξε και τα έδιωξε μακριά.
Το βλέμμα μου συνεχίζει να ψάχνει για κάτι άλλο, πιο πέρα κι από τον ουρανό. Το μόνο που συναντάει μετά από αυτόν, είναι το ξύλο της κορνίζας.
Συνέρχομαι και ξανακοιτάω.
Δεν μου αρέσουν οι πίνακες. Ειδικά αυτός στο σαλόνι του σπιτιού μου. Ποτέ δεν μου άρεσαν, γι’αυτό και σταμάτησα να ζωγραφίζω. Ό,τι μπορείς να χωρέσεις σε ένα κομμάτι χαρτί ή καμβά ή έναν τοίχο. Μέχρι εκεί που η κορνίζα θα τα σταματήσει όλα απότομα, όσο απότομα κόβει ένα μαχαίρι το οτιδήποτε.
Ποτέ δεν θα μπορέσω να δώ την άλλη μεριά του δέντρου, μπας και υπάρχει κάτι άλλο. Ποτέ δεν θα μπορέσω να δώ τι υπήρχε πίσω από την πλάτη αυτού που ζωγράφισε τον πίνακα, μπας και το τοπίο ολοκληρωθεί.
Προτιμώ πλέον να γράφω αυτά που βλέπω, η ακόμη καλύτερα αυτά που ΔΕΝ βλέπω.
Τότε ίσως και να αποκτήσει νόημα ο συνειρμός…
Μεγαλοφυΐα: Ένας που σε στρατόπεδο γυμνιστών θυμάται φάτσες
Γυναίκα. Αυτή η λέξη από μόνη της μας κάνει άνδρες.
Συνέπεια είναι η τέχνη να υπολογίζεις ακριβώς πόσο καθυστερημένα θα έρθει ο άλλος
Η συμφιλίωση με την αγαπημένη σου ύστερα από την απιστία της μοιάζει με το κρυστάλλινο βάζο συγκολλημένο από θραύσματα: ακόμη μπορείς να το χρησιμοποιήσεις, αλλά ήδη δεν μπορείς να το κοιτάς με θαυμασμό.
Διανοούμενοι: μια κοινότητα προσωπικοτήτων τους οποίους ενώνει η δίψα για την αρμονική κοινωνία και η θλίψη πως αυτό είναι κάτι ακατόρθωτο.
Τα δεσμά σκούριασαν: η δημοκρατία τα έλουσε με αίμα, η τυραννία τα χρύσωσε, η νεότερη πολιτική τα καθάρισε, τα γυάλισε και πάνω τους έγραψε "Ελευθερία"
(Ω χιλιάδες αναγνώστες μου! Κειμενάκι πάλι απο τον Αύγουστο. Καλά μπάνια...)